- αγαθύνω
- ἀγαθύνω (ΑΜ) [ἀγαθός]μσν.καταπραΰνω, κατευνάζω, καθησυχάζωαρχ.1. τιμώ, μεγαλύνω, δοξάζω2. κοσμώ, στολίζω, καλλωπίζω3. είμαι, φαίνομαι ή γίνομαι αγαθός, ευεργετικός σε κάποιον4. γίνομαι καλός5. καθιστώ, κάνω κάτι καλό6. κάνω το καλό, ευεργετώ7. παθ. χαίρομαι, αγάλλομαι, γίνομαι ευδιάθετος.
Dictionary of Greek. 2013.